ασκητήριο

ασκητήριο
ασκητήριο, το και ασκηταριό, το
ο χώρος όπου διαμένει ένας ασκητής, το ερημητήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έγκλειστρον — ἔγκλειστρον, το (Μ) ασκητήριο …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • ερημητήριο — και ερημητήρι μέρος σε έρημο και μακρινό τόπο, στον οποίο αποσύρεται κάποιος για να ζήσει μόνος (αλλιώς ασκητήριο, ησυχαστήριο, μοναστήρι) («ερημητήρι για τού Θεού χτισμένο τη λατρεία», Καζαντζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + τήριον. Αντιδάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • τεκές — και ντεκές, ο, Ν 1. ισλαμικό ασκητήριο για δερβίσηδες 2. χασικλήδικο, καταγώγιο όπου συχνάζουν χασισοπότες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tekke] …   Dictionary of Greek

  • τοπωνύμιο — Oνομασία πόλης και γενικά οικισμού. Στα τελευταία χρόνια τ. λέγονται και οι ονομασίες συνοικιών ή τοποθεσιών. Στην Αθήνα, τα γνωστότερα τ. είναι: Αγγελοπούλου. Ονομάστηκε έτσι από την ιδιοκτησία της οικογένειας Αγγελόπουλων Αθανάτων, που ζούσε… …   Dictionary of Greek

  • Αγαπητικού Αγίου, σπήλαιο — Μικρή σπηλιά λαξεμένη σε βράχο στην επαρχία Πάφου της Κύπρου. Βρίσκεται στη θέση Πέτρα του Διγενή και περιλαμβάνεται στα παλαιοχριστιανικά μνημεία του νησιού. Στο εσωτερικό της διακρίνεται ένας τάφος. Σύμφωνα με τοπική παράδοση, στη σπηλιά αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Μάρκου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στο βουνό Πενθόθου της Χίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Χίου. Ιδρυτής του μοναστηριού είναι ο όσιος Παρθένιος ο Χίος (1815 1883). Στο μοναστήρι βρίσκεται το ασκηταριό (ασκητήριο) και ο τάφος του ιδρυτή του …   Dictionary of Greek

  • Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …   Dictionary of Greek

  • ερημητήριο — το τόπος απομονωμένος, ερημικός, όπου μένει κανείς μόνος του, αλλ. ασκητήριο: Ερημητήριο χτισμένο για του Θεού τη λατρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”